Η πραγματική ατομική κατανάλωση (AIC) είναι μέτρο της υλικής ευημερίας των νοικοκυριών. Σε όλα τα κράτη μέλη το 2018, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ που εκφράζεται σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης (PPS) κυμάνθηκε στη Βουλγαρία στο 56% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο 134% στο Λουξεμβούργο. Αυτά τα στοιχεία, που δημοσιεύει η Eurostat, βασίζονται σε αναθεωρημένες ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης και τα τελευταία στοιχεία για το ΑΕΠ και τον πληθυσμό. Δεκαοκτώ κράτη μέλη κατέγραψαν κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάτω του μέσου όρου της ΕΕ και δέκα κράτη μέλη άνω του μέσου όρου της ΕΕ το 2018. Το υψηλότερο επίπεδο στην ΕΕ καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο, 34% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, μπροστά από τη Γερμανία (20% παραπάνω). Ακολουθήθηκε από την Αυστρία, τη Δανία, το Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και τη Γαλλία με επίπεδα 7 έως 17% υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ για δεκατέσσερα κράτη μέλη βρίσκεται μεταξύ του μέσου όρου της ΕΕ και του 30% κάτω. Στην Ιταλία, την Ιρλανδία, την Κύπρο και την Ισπανία τα επίπεδα ήταν 10% ή λιγότερο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ η Λιθουανία, η Πορτογαλία, η Τσεχία και η Μάλτα ήταν μεταξύ 10% και 20% χαμηλότερα. Η Σλοβενία, η Ελλάδα, η Πολωνία, η Εσθονία, η Σλοβακία και η Ρουμανία ήταν μεταξύ 20% και 30% κάτω από το μέσο όρο Τέσσερα κράτη μέλη κατέγραψαν κατά κεφαλήν ΑΕΠ άνω του 30% κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ. Η Λετονία, η Κροατία και η Ουγγαρία ήταν μεταξύ 30% και 40% χαμηλότερα, ενώ η Βουλγαρία είχε κατά κεφαλήν ΑΕΠ πάνω από 40% χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.